Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γαιο- [jeo] & γαιό- [jeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & γαι- [je], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. γη ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· (πρβ. γεω-, γη-)· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. αναφέρεται στη γη ως καλλιεργήσιμη ή μη έκταση: ~κτήμονας, ~κτησία. β. αναφέρεται στη γη με τη γενική σημασία, στο χώμα: γαιότοιχος. γ. προέρχεται από τη γη: γαιάνθρακας.
[λόγ. < αρχ. γαι(ο)- θ. του ουσ. γαῖ(α) (ποιητ. τ. αντί γῆ) -ο- ως α' συνθ.: αρχ. γαιο-νόμος `που κατοικεί στη χώρα΄ & μτφρδ.: γαιο-κτήμονας < γερμ. Land besitzer]