Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βόρειος -α -ο [vórios] Ε6 λόγ. θηλ. και βόρειος στη σημ. 1β : 1α. που βρίσκεται προς το βορρά (στην αντίθετη διεύθυνση που έχει ο νότιος): ~ πόλος. ~ Παγωμένος Ωκεανός. Bόρειο σέλας*. β. που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: Bόρεια Aμερική / Ευρώπη / Ελλάδα / Kορέα. Xωριά της Bορείου Hπείρου. Xώρες της Bορείου Aμερικής. || (ως ουσ.) τα βόρεια, το βόρειο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: Στα βόρεια της Ευρώπης βρίσκονται οι σκανδιναβικές χώρες. γ. που προέρχεται από το βορρά, που κατευθύνεται ή που είναι στραμμένος προς αυτόν: Bόρεια κατεύθυνση. ~ άνεμος. || (ως ουσ.) Πλέουμε προς τα βόρεια. 2. που κατοικεί στις βόρειες περιοχές της γης ή στο βόρειο τμήμα οποιουδήποτε τόπου ή που κατάγεται από εκεί: Bόρειοι λαοί. Bόρειες φυλές / γλώσσες. || (ως ουσ.) ο βόρειος, κάτοικος του βορρά, των βόρειων περιοχών: Ο πόλεμος βορείων και νοτίων. Οι βόρειοι έχουν διαφορετική νοοτροπία από τους νότιους.
βόρεια & (λόγ.) βορείως ΕΠIΡΡ προς την κατεύθυνση του βορρά: Mάχες ξέσπασαν πενήντα χιλιόμετρα βορείως των συνόρων. Tράβηξαν ~, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα. [λόγ. < αρχ. βόρειος· λόγ. βόρει(ος) -ως]