Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βραχυπρόθεσμος -η -ο [vraxipróθezmos] Ε5 : που έχει μικρή χρονική διάρκεια, που λήγει ύστερα από σύντομο χρονικό διάστημα. ANT μακροπρόθεσμος: Ενέργειες που εξυπηρετούν βραχυπρόθεσμες πολιτικές σκοπιμότητες. H κυβέρνηση πήρε βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα μέτρα για τη βελτίωση της οικονομίας. || (νομ., οικον.) για συναλλαγές μικρής διάρκειας: Bραχυπρόθεσμη παραγραφή / πίστωση. Bραχυπρόθεσμο δάνειο.
βραχυπρόθεσμα & (λόγ.) βραχυπροθέσμως ΕΠIΡΡ: Tα μέτρα που πάρθηκαν θα τονώσουν ~ μόνο την αγορά. [λόγ. βραχυ- + προθεσμ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. à courte échéance & αγγλ. short term· λόγ. βραχυπρόθεσμ(ος) -ως]