Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάσκανος -η -ο [váskanos] Ε5 : (λόγ.) που βασκαίνει, που προξενεί κακό: Bάσκανη τύχη / μοίρα, κακή. Bάσκανο μάτι και (λόγ.) ~ οφθαλμός, που ματιάζει και προξενεί κακό: Bάσκανο μάτι με είδε κι αρρώστησα.
[λόγ. < αρχ. βάσκανος `που ασκεί μαγεία, κακόβουλος΄]