Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αφορισμός 1 ο [aforizmós] Ο17 : εκκλησιαστική ποινή με την οποία ο χριστιανός αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ βαριά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε: Επιβάλλω / ακυρώνω έναν αφορισμό. ~ για ασέβεια προς την εκκλησία.
[ελνστ. ἀφορισμός]