Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόνομος -η -ο [aftónomos] Ε5 : που έχει αυτονομία: Aυτόνομη επαρχία (ενός κράτους). ~ οικονομικός οργανισμός. Aυτόνομο συνδικαλιστικό κίνημα. Aυτόνομα εργατικά συνδικάτα. Aυτόνομη λειτουργία / ύπαρξη. Aυτόνομη θέρμανση. || (ως ουσ.) ο αυτόνομος.
αυτόνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο αυτόνομο: Ενεργώ ~. [λόγ. < αρχ. αὐτόνομος `ανεξάρτητος΄ σημδ. γαλλ. autonome (στη νέα σημ.) < αρχ. αὐτόνομος]