Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυταρχικός -ή -ό [aftarxikós] Ε1 : α.που, επειδή έχει δύναμη, αποφασίζει και ενεργεί χωρίς να λαβαίνει υπόψη του τη γνώμη των άλλων: ~ χαρακτήρας, δεσποτικός. Aυταρχικό κράτος / πολιτικό καθεστώς. Aυταρχική κυβέρνηση. β. που εκδηλώνεται, γίνεται κτλ. με τον τρόπο του αυταρχικού: Aυταρχική συμπεριφορά / διοίκηση / διακυβέρνηση.
αυταρχικά ΕΠIΡΡ με τρόπο αυταρχικό: Συμπεριφέρομαι / διοικώ / πολιτεύομαι ~. [λόγ. αυταρχ(ία) -ικός μτφρδ. γαλλ. autocratique < autocrat(ie) = αυταρχ(ία) -ique = -ικός]