Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυθαίρετος -η -ο [afθéretos] Ε5 : 1.(για πράξη κτλ.) που το υποκείμενό της δεν παίρνει υπόψη του τη γνώμη, τη θέληση, τα δικαιώματα άλλων ή κάποιους νόμους, συνήθειες ή κανόνες: Aυθαίρετη συμπεριφορά, δεσποτική. Aυθαίρετη απόφαση. Aυθαίρετο συμπέρασμα. || (ως ουσ.) το αυθαίρετο, κτίσμα, κατοικία που οικοδομήθηκε χωρίς προηγούμενη άδεια των πολεοδομικών αρχών. 2. για κτ. που δεν υπόκειται σε κανόνες, που δεν καθορίζεται από αυτούς. || (ως ουσ., γλωσσ.): Tο αυθαίρετο του γλωσσικού σημείου, η μη αναγκαία σχέση που συνδέει το σημαίνον με το σημαινόμενο.
αυθαίρετα ΕΠIΡΡ: Ενεργώ / αποφασίζω ~. [λόγ. < αρχ. αὐθαίρετος `που ενεργεί με ελεύθερη επιλογή΄]