Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχι- [ar
i] & αρχ- [ar ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [i] & αρχέ- [ar é] (βλ. σημ. II) : α' συνθετικό με λόγια προέλευση σε σύνθετα ουσιαστικά και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει: 1α. το επικεφαλής άτομο ανάμεσα σε άλλα της ίδιας επαγγελματικής κλίμακας· (πρβ. επι- 1I2): ~αστυνόμος, αρχίατρος, ~διάκονος, ~δικαστής, ~μανδρίτης, ~συντάκτης· ~επισκοπικός· αρχιερατικός. β. (σε αφηρημένα ουσιαστικά) το επάγγελμα ή το αξίωμα του επικεφαλής, του πρώτου: αρχιερατεία, αρχιεροσύνη, ~στρατηγία. || άσκηση του ανάλογου επαγγέλματος ή αξιώματος: ~στρατεύω. γ. τον τόπο όπου ασκείται το αντίστοιχο επάγγελμα ή αξίωμα: ~γραμματεία, ~επισκοπή, ~καγκελαρία. 2. το πρόσωπο που έχει στο μεγαλύτερο βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό: ~απεργός, ~επιστάτης, ~κατάσκοπος. || (νεολ.) για να χαρακτηρίσει αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό ως το καλύτερο στο είδος του· (πρβ. υπερ- 1 ): ~λεξικό. 3. (οικ.) στον υπερθετικό βαθμό την αρνητική ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό: ~κλέφτης, ~τεμπέλης, ~ψεύτης· επιτατικά: ~ψεύταρος, ~τεμπελιά· ~ζαβολιάρικος· ~κατεργάρικος. 4. την έναρξη του χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μηνιά, ~χρονιά· ~μηνιάτικα, ~βδομαδιάτικα· ~σπορίζω. II. ατονημένο, μη παραγωγικό, με τη σημασία του πρώτου, του παλιού, του αρχικού: αρχέτυπο· αρχέγονος, αρχέτυπος· ~γένεση, ~γονία. || χωρίς να προσθέτει κάποια πληροφορία σε αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: ~πέλαγος, ~τέκτονας· ~τεκτονικός.[I4: μσν. αρχι- < αρχ. ἀρχι- ως α' συνθ.: μσν. *αρχι-μηνιά· I1, 2, II: λόγ. < αρχ. ἀρχ(ι)- (θ. συγγ. του ἄρχω) ως α' συνθ.: αρχ. ἀρχ-ιερεύς, ελνστ. ἀρχι-δικαστής, ἀρχι-λFηστής, ἀρχι-στράτηγος· I3: λόγ. < διεθ. archi- < αρχ. ἀρχι- & σε μτφρδ.: αρχι-κλέφτης < αγγλ. archthief, αρχιδούκας < γαλλ. archiduc (τίτλος ανώτερος από του δούκα)· λόγ. < ελνστ. ἀρχε-: ελνστ. ἀρχέτυπον]