Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχιδάτος -η -ο [arxiδátos] Ε3 : 1.(χυδ.) που έχει μεγάλους όρχεις. 2. (λαϊκ.) που είναι πολύ ικανός σε κτ., που ξεχωρίζει για κτ.
[μσν. αρχιδάτος < αρχίδ(ι) -άτος]