Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αρχιδάτος -η -ο"
1 εγγραφή
αρχιδάτος -η -ο [arxiδátos] Ε3 : 1.(χυδ.) που έχει μεγάλους όρχεις. 2. (λαϊκ.) που είναι πολύ ικανός σε κτ., που ξεχωρίζει για κτ.

[μσν. αρχιδάτος < αρχίδ(ι) -άτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες