Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόκρημνος -η -ο [apókrimnos] Ε5 : (για τόπο) που είναι γεμάτος γκρεμούς ή άλλες εδαφικές ανωμαλίες και, κατά συνέπεια, δυσανάβατος ή γενικά δύσβατος: Aπόκρημνη πλαγιά / ακτή. Aπόκρημνοι βράχοι, απότομοι. Aπόκρημνο βουνό.
[λόγ. < αρχ. ἀπόκρημνος]