Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απο- [apo] & από- [apó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & απ- [ap] ή αφ- [af], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : πρόθημα το οποίο: 1. δηλώνει: α. απομάκρυνση, χωρισμό: αποκεντρώνω, αποχωρίζομαι· αποκέντρωση, απόπλους· απόκεντρος, απόκοσμος, απόμαχος, απόστρατος. || αποχετεύω· αποχέτευση. β. αφαίρεση· (πρβ. ξε-I3): αποκεφαλίζω, απολεπίζω, απονευρώνω, αποσφραγίζω, αποψύχω, αποκεφαλισμός, αποσμητικό, αποτρίχωση· αποβουτυρωμένος. 2. λειτουργεί ως στερητικό· (πρβ. ξε-, α- 1)· δηλώνει: α. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αποδιοργανώνω, αποδυναμώνω, απομυθοποιώ, αποπροσανατολίζω, αποσυνδέω· αποδιοργάνωση, απομυθοποίηση, αποπροσανατολισμός, αποσυμφόρηση. || αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ, αποκωδικοποίηση, για τη μετατροπή ενός συνθηματικού κειμένου στο κοινό σύστημα γραφής· απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνηση, για την καταγραφή ενός μαγνητοφωνημένου κειμένου. β. στέρηση, απουσία των χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποπαίδι, απάνθρωπος. 3. δηλώνει το τέλος, την ολοκλήρωση της ενέργειας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-I2): αποθερίζω, αποσώνω, αποτελειώνω, αποφοιτώ· αποθηλασμός, αποφοίτηση. || αυτό που μένει, αφού σταματήσει η ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποδιαλεγούδι, αποκαΐδι, απομεινάρι, αποφάι· (βλ. -ούδι 2, -ίδι, -άδι2, -άρι 3). 4. επίταση στον υπέρτατο βαθμό αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-III1): απογεμίζω, απογυμνώνω, αποναρκώνω, αποξεραίνω, αποφράσσω, γεμίζω, γυμνώνω κτλ. τελείως· απόφραξη· απόξενος. || μείωση: απογέρνω. 5. τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απολιθώνω, αποκρυσταλλώνω, αποξενώνω· απολίθωμα, αποξένωση. 6. χρόνο· αυτό που έρχεται μετά, αφού τελειώσει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απόβροχο, απόγευμα, απομεσήμερο· απόγονος.
[2β, 3, 4, 6: ελνστ. ἀπ(ο)- < αρχ. πρόθ. ἀπό ως α' συνθ.: ελνστ. ἀπο-κοιμίζω, μσν. απο-λησμονώ· 1, 2α, 5: λόγ. < αρχ. ἀπ(ο)-: αρχ. ἀπο-κόπτω, ελνστ. ἀπο-μακρύνω, μσν. απο-καθήλωσις & μτφρδ.: απο-καρδιώνω < αγγλ. dishearten, απ-οικοδομώ < γερμ. abbauen· λόγ. < αρχ. ἀφ- < ἀπ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ἀφ-υπνίζω· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]