Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολλώνειος -α -ο [apolónios] Ε6 : 1.που έχει σχέση με το θεό Aπόλλωνα: Aπολλώνεια λατρεία. Aπολλώνειο ιερό / άσμα. 2. που είναι ωραίος, νεανικός: Aπολλώνειο σώμα / παράστημα. 3. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από τάξη, μέτρο και αυτοσυγκράτηση. ANT διονυσιακός: Aπολλώνεια αταραξία / ηρεμία.
[λόγ. Aπόλλων -ειος μτφρδ. γερμ. apollonisch (< αρχ. Ἀπόλλων) (διαφ. το ελνστ. τά Ἀπολλώνεια `φεστιβάλ προς τιμή του Aπόλλωνα΄)]