Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αξιόπιστος -η -ο [aksiópistos] Ε5 : που αξίζει την εμπιστοσύνη μας, που εμπνέει εμπιστοσύνη. ANT αναξιόπιστος: ~ μάρτυρας. Aξιόπιστη είδηση. Aξιόπιστη πηγή, έγκυρη. Πολλά από τα επιστημονικά στοιχεία που αναφέρει δεν είναι αξιόπιστα. || ~ έμπορος, που είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀξιόπιστος]