Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανοσοποιητικός -ή -ό [anosopiitikós] Ε1 : (ιατρ.) που αναφέρεται στην ανοσοποίηση: Tο ανοσοποιητικό σύστημα. Σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας, σοβαρότατη ασθένεια που συνίσταται στην πλήρη εξασθένηση της ανοσοποιητικής άμυνας του οργανισμού· έιτζ.
[λόγ. ανοσο(ποίησις) -ποιητικός]