Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανομοιογενής -ής -ές [anomiojenís] Ε10 : ANT ομοιογενής. ΣYN ετερογενής1. α. που δεν ανήκει στο ίδιο γένος ή είδος με άλλον, που έχει διαφορετική προέλευση, σκοπούς, τάσεις: Aνομοιογενή φαινόμενα / στοιχεία. Aνομοιογενείς απόψεις. β. που αποτελείται από ανομοιογενή στοιχεία: ~ πληθυσμός.
[λόγ. < ελνστ. ἀνομοιογενής `διαφορετικού είδους ζώο΄ σημδ. γαλλ. hétérogène]