Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναλφάβητος -η -ο [analfávitos] Ε5 : που δεν ξέρει ανάγνωση και γραφή, που είναι τελείως αγράμματος: Aναλφάβητα άτομα. Aναλφάβητοι πληθυσμοί. Είναι ~. || (ως ουσ.) ο αναλφάβητος: Mειώθηκε ο αριθμός των αναλφάβητων. || Λειτουργικά αναλφάβητοι, άτομα που ενώ έχουν διδαχθεί ανάγνωση και γραφή δεν είναι ικανοί να διαβάζουν και να γράφουν.
[λόγ. < ελνστ. ἀναλφάβητος]