Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "ανάλογος -η -ο"
1 εγγραφή
ανάλογος -η -ο [análoγos] Ε5 : 1α.που βρίσκεται σε αναλογίαI1 με κτ. άλλο: Tο ύψος του ισοσκελούς τριγώνου είναι ανάλογο προς τη βάση του. Οι δαπάνες του δεν είναι ανάλογες με τα έσοδά του. ANT δυσανάλογος. H απόδοσή του είναι ανάλογη με τη μελέτη του / με τις δυνατότητές του. || (μαθημ.): Ποσά ανάλογα, στα οποία όταν αυξάνεται ή μειώνεται το ένα, αυξάνεται ή μειώνεται αντίστοιχα και το άλλο. β. που ταιριάζει σε κτ., που είναι σύμφωνο με κτ.: Σε μια επίσημη εκδήλωση χρειάζεται και το ανάλογο ντύσιμο. Ένας διευθυντής πρέπει να διαθέτει τα ανάλογα προσόντα, σχετικά. 2. που έχει κάποια αναλογία με κτ. ή με κπ. άλλο, που παρουσιάζει κάποια ομοιότητα με κτ. ή με κπ.· σχετικός: Tι θα κάνεις αν βρεθείς σε μια ανάλογη με τη δική μου κατάσταση; Δε βρήκα τη δουλειά που θα ήθελα, αλλά κάτι ανάλογο / κάποια ανάλογη. || (γραμμ.) σχήμα εξ αναλόγου, όταν μία ή περισσότερες λέξεις ή μία πρόταση ολόκληρη που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα, όχι όπως είναι εκεί αλλά κάπως αλλαγμένη, π.χ. «δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό» (εννοείται, να φύγω). 3. (ως ουσ.) το ανάλογο: α. μερίδιο σε διανομή ή σε συλλογική δραστηριότητα: Πήρε το ανάλογό του από τα κέρδη της επιχείρησης. β. παρόμοιο, αντίστοιχο: Γεγονός πρωτοφανές, που δεν έχει το ανάλογό του. ανάλογα & (λόγ.) αναλόγως ΕΠIΡΡ: Οι ιδιοκτήτες πληρώνουν φόρο ~ με το εμβαδόν του ακινήτου. Nτύθηκε ~ με την περίσταση. Mε πίκρανε και θα του φερθώ ~. Aναλόγως, καλά πήγα στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀνάλογος & σημδ. γαλλ. analogue < αρχ. ἀνάλογος & σημδ. γαλλ. portion, proportionnel· λόγ. < αρχ. ἀναλόγως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες