Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανάερος 1 -η -ο [anáeros] Ε5 : για κτ. που είναι τόσο ελαφρό και λεπτό που μοιάζει να αιωρείται ή να μην αποτελείται από ύλη: Tο κορμί της / το βάδισμά της είναι ανάερο. Ήταν ντυμένη με ανάερα τούλια. Mια ανάερη ύπαρξη, για πολύ λεπτοκαμωμένη και κομψή γυναίκα.
ανάερα ΕΠIΡΡ πολύ ελαφρά: Περπατάει ~. [αν(α)- αέρ(ας) -ος]