Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αμφιλεγόμενος -η -ο [amfileγómenos] Ε5 : που επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες ή για τον οποίο ισχύουν διαφορετικές εκδοχές: Στο λόγο του υπήρχαν πολλά αμφιλεγόμενα σημεία.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. τά ἀμφιλεγόμενα, ουδ. πληθ. μπε. του αρχ. ἀμφιλέγω `αμφιβάλλω΄]