Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλύτρωτος -η -ο [alítrotos] Ε5 : που δεν έχει λυτρωθεί, δεν έχει απαλλαχτεί από κτ. δυσάρεστο. ANT λυτρωμένος: Aλύτρωτη ψυχή. α. (ιδ. για ομοεθνείς) που δεν έχουν απελευθερωθεί και ιδίως ενταχθεί στο ανεξάρτητο κράτος: Ο ~ ελληνισμός της Bορείου Hπείρου. Οι αλύτρωτοι αδελφοί μας / λαοί και ως ουσ. οι αλύτρωτοι. β. (ειρ. για σύζυγο) που δεν μπορεί να πάρει διαζύγιο.
[λόγ. < ελνστ. ἀλύτρωτος `που δεν έχει λυτρωθεί από την αμαρτία΄ σημδ. ιταλ. irredento]