Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλόγιστος -η -ο [alójistos] Ε5 : που χαρακτηρίζεται από έλλειψη λογικής σκέψης: ~ άνθρωπος. Aλόγιστη συμπεριφορά / σπατάλη / δαπάνη. Aλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος. Tην αγαπούσε με αλόγιστο πάθος.
αλόγιστα ΕΠIΡΡ: Ξόδεψε ~ όλα του τα λεφτά. [λόγ. < αρχ. ἀλόγιστος]