Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλπικός -ή -ό [alpikós] Ε1 : 1.που ανήκει στις Άλπεις ή γενικά έχει σχέση με αυτές: Aλπική οροσειρά / κατσίκα / σάλπιγγα. 2. που έχει σχέση γενικά με τα βουνά: Aλπικό τοπίο. || (γεωλ.): ~ παγετώνας / ασβεστόλιθος. Aλπική πτύχωση της γης. || (βοτ.): Aλπική βλάστηση. Aλπικά φυτά.
[λόγ.: 1: ελνστ. Ἄλπ(εις) -ικός· 2: σημδ. γαλλ. alpin]