Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλλόφρων -ων -ον [alófron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) που έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία του και τον έλεγχο του εαυτού του, που είναι έξαλλος: Mια μητέρα ~ έψαχνε να βρει το παιδί της. Tο πλήθος ήταν αλλόφρον από τον ενθουσιασμό. Οι άνθρωποι έτρεχαν αλλόφρονες για να σωθούν. || Bρίσκεται σε αλλόφρονα κατάσταση. || (ως ουσ.) ο αλλόφρων.
[λόγ. < ελνστ. ἀλλόφρων `ασταθής στη σκέψη΄, κατά τη σημ. του αλλοφρονώ]