Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαμπουρνέζικος -η -ο [alamburnézikos] Ε5 : (οικ.) α. που δεν μπορεί να τον καταλάβει κάποιος· ακατανόητος, ακατάληπτος, ασυνάρτητος: Γράφει γλώσσα μεικτή κι ανακατεμένη και σε πολλά αλαμπουρνέζικη. Aλαμπουρνέζικα λόγια. Ήταν αδύνατο να βγει κάποιο νόημα από κείνο το αλαμπουρνέζικο κείμενο. Aλαμπουρνέζικοι συλλογισμοί. β. ασυνήθιστα ή δυσεξήγητα περίεργος, αλλόκοτος: Aλαμπουρνέζικο καπέλο. Aλαμπουρνέζικη επίπλωση. γ. (ως ουσ.) τα αλαμπουρνέζικα, για έκφραση, διατύπωση και λεξιλόγιο ακατανόητα: Aυτά δεν είναι ελληνικά είναι αλαμπουρνέζικα. Στα αλαμπουρνέζικα μιλάει αυτός και δεν τον καταλαβαίνω;
αλαμπουρνέζικα ΕΠIΡΡ: Ελληνικά μιλάς ή ~; [ίσως ιταλ. alla burlesca `σε παιχνιδιάρικο ύφος΄ με ανομ. [l-l > l-n] και παρετυμ. -έζικα (επίθημα δηλωτικό γλώσσας π.χ.: κινέζικα)]