Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακριβοθώρητος -η -ο [akrivoθóritos] Ε5 : α.(συνήθ. κάπως ειρωνικά) για πρόσωπο που δύσκολα και σπάνια μπορούμε να το δούμε, να του μιλήσουμε κτλ. αυτοπροσώπως: Πολύ ~ μας έγινες τελευταία. β. (λαϊκότρ.) σπάνιος, εξαιρετικός: Aκριβοθώρητη ομορφιά.
[ακριβοθωρη- (ακριβοθωρώ < ακριβο- 1 + θωρώ) -τος]