Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αιτιώδης -ης -ες [etióδis] Ε11 : που χαρακτηρίζεται από αιτιότητα· αιτιακός: Yπάρχει ~ σχέση ανάμεσα στο κάπνισμα και τον καρκίνο. || (φιλοσ.): ~ λόγος / εξήγηση. || (νομ.): ~ συνάφεια / δικαιοπραξία.
[λόγ. < ελνστ. αἰτιώδης]