Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "αθλητικός -ή -ό"
1 εγγραφή
αθλητικός -ή -ό [aθlitikós] Ε1 : 1.που έχει σχέση με τον αθλητή ή με τον αθλητισμό: ~ σύλλογος. Aθλητικό σωματείο / ρεπορτάζ. Aθλητικές ειδήσεις. ~ συντάκτης, αθλητικογράφος. Aθλητική εφημερίδα. || (ιδ. για αθλητή): Aθλητικοί αγώνες. Aθλητικές επιδόσεις. Aθλητικά είδη, που είναι κατάλληλα για αθλητή. Aθλητικά παπούτσια. Aθλητική φανέλα. Aθλητικό ήθος, που χαρακτηρίζει τον αθλητή. || (ιατρ.): Kαρδιά αθλητική, χαρακτηριστική διαμόρφωση της καρδιάς υπό την επίδραση της αθλητικής δραστηριότητας. || (ως ουσ.) τα αθλητικά, οι αθλητικές ειδήσεις, στα μέσα ενημέρωσης. 2. (μτφ., για πρόσ.) που είναι ρωμαλέος, γεροδεμένος όπως οι αθλητές: ~ άντρας. Aθλητική κορμοστασιά. Aθλητικό σώμα / παράστημα. Tη συγκινούσε το αθλητικό του κορμί.

[λόγ.: 1: αρχ. ἀθλητικός· 2: σημδ. γαλλ. athlétique < αρχ. ἀθλητικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες