Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αηδιαστικός -ή -ό [aiδiastikós] Ε1 : που προκαλεί αηδία· αποκρουστικός, σιχαμερός: Aηδιαστική γεύση / μυρωδιά. Aηδιαστικό φαγητό / ποτό / φάρμακο / θέαμα. Aηδιαστική συμπεριφορά. Aηδιαστικό κείμενο / χρονογράφημα.
[λόγ. αηδιασ- (αηδιάζω) -τικός]