Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδυσώπητος -η -ο [aδisópitos] Ε5 : που δεν κάνει καμία απολύτως υποχώρηση· αμείλικτος: Aδυσώπητο μίσος. Aδυσώπητη κριτική / εκδίκηση / τιμωρία. ~ αντίπαλος / εχθρός / κατήγορος. Οι αδυσώπητοι νόμοι της ιστορίας. Aδυσώπητη μοίρα μας κατατρέχει.
αδυσώπητα ΕΠIΡΡ: ~ μας καταδιώκει η μοίρα. [λόγ. < ελνστ. ἀδυσώπητος]