Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγελαίος -α -ο [ajeléos] Ε4 : (λόγ.) 1. (για ζώο) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αγέλη: Tο αγελαίο ένστικτο των ζώων. 2. (μτφ.) που έχει το χαρακτήρα της αγέλης, του όχλου: Aγελαίες και άβουλες μάζες. Aγελαία σκέψη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀγελαῖος· 2: κατά τη σημ. του αγέλη2]