Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγγλικός -ή -ό [aŋglikós] Ε1 : που ανήκει, αναφέρεται στην Aγγλία ή στους Άγγλους ή που προέρχεται από αυτή· εγγλέζικος· (πρβ. βρετανικός): Aγγλική κτήση / αποικία / λίρα / πολιτική / βιομηχανία. Aγγλικό εμπόριο / χιούμορ / φλέγμα. ~ λαός / πολιτισμός. Aγγλικό κόρνο. || (ως ουσ.) τα αγγλικά, η αγγλική, η αγγλική γλώσσα: Είναι καλά τα αγγλικά σου;
αγγλικά ΕΠIΡΡ σε αγγλική γλώσσα: Είναι γραμμένο ~. [λόγ. Άγγλ(ος) -ικός < λατ. πληθ. Angli]