Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπυρος -η -ο [émbiros] Ε5 : (λόγ.) που γίνεται επάνω σε φωτιά: Έμπυρη θυσία, θυσία με καύση σφαγίων. || (ως ουσ.) τα έμπυρα, τα σφάγια έμπυρης θυσίας, καθώς και τα σημεία τα οποία παρατηρεί και ερμηνεύει ο εμπυροσκόπος.
[λόγ. < αρχ. ἔμπυρος, τά ἔμπυρα]