Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμβιος -α -ο [émvios] Ε6 : (λόγ.) που έχει τις ιδιότητες και τις λειτουργίες που συνιστούν το βιολογικό φαινόμενο της ζωής: Έμβια όντα. Έμβιοι οργανισμοί.
[λόγ. < ελνστ. ἔμβιος]