Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άφρων -ων -ον"
1 εγγραφή
άφρων -ων -ον [áfron] Ε (βλ. -ων -ων -ον) : (λόγ.) ANT σώφρων. 1. για κπ. του οποίου οι ενέργειες χαρακτηρίζονται από επιπολαιότητα και απερισκεψία: H παραβολή του άφρονα πλουσίου. || (ως ουσ.). 2. που χαρακτηρίζει τις εκδηλώσεις ενός άφρονα ανθρώπου: Άφρονες ενέργειες.

[λόγ. < αρχ. ἄφρων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες