Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρρητος -η -ο [áritos] Ε5 : ANT ρητός. 1. (λόγ.) που δε λέγεται, που δεν εκφράζεται, απερίγραπτος: Άρρητες επιθυμίες / επιδιώξεις. 2. (μαθημ.) άρρητοι αριθμοί, που δεν είναι ούτε ακέραιοι ούτε κλάσματα, αλλά στη δεκαδική μορφή τους έχουν άπειρα μη περιοδικά δεκαδικά ψηφία.
άρρητα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Επιθυμίες / βλέψεις εκφρασμένες ρητά ή ~. [λόγ. < αρχ. ἄρρητος (στη σημ. 1)]