Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άρμα 1 το [árma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : (παρωχ.) όπλο. (έκφρ.) στ΄ άρματα!, στα όπλα! πιάνω / παίρνω τ΄ άρματα, ξεσηκώνομαι, επαναστατώ. βάζω κάτω / ρίχνω τ΄ άρματα, εγκαταλείπω τον αγώνα, νικιέμαι, παραδίνομαι.
[μσν. άρμα < λατ. arma `όπλα΄, πληθ. που θεωρήθηκε εν.]