Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άπελπις -ις -ι [ápelpis] Ε γεν. απέλπιδος, πληθ. αρσ. και θηλ. απέλπιδες, ουδ. απέλπιδα : (λόγ.) για τον οποίο δεν υπάρχει ελπίδα αίσιας έκβασης: ~ προσπάθεια / αγώνας.
[λόγ. απ(ο)- -ελπις κατά το εύελπις μτφρδ. γαλλ. désespéré]