Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "άμεσος -η -ο"
1 εγγραφή
άμεσος -η -ο [ámesos] Ε5 : που γίνεται ή που υπάρχει χωρίς να παρεμβάλλεται κτ. άλλο και κυρίως: 1. πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια. ANT έμμεσος: Οι άμεσοι πρόγονοι / απόγονοι / κληρονόμοι κάποιου. Πρέπει να αναφερθείς πρώτα στον άμεσο προϊστάμενό σου. Άμεση επαφή με κτ. / αναφορά σε κτ. / κατηγορία εναντίον κάποιου. Άμεση μετάδοση / επικοινωνία / εκλογή / σχέση. Άμεση φορολογία, που γίνεται με βάση τα εισοδήματα. || προσωπικός: Άμεση αντίληψη για κτ. / συμμετοχή σε κτ. Άμεση γνώση / εμπειρία. || (γραμμ.): Άμεσο αντικείμενο, που κυρίως αυτό δέχεται την ενέργεια του ρήματος. || (φιλοσ.): Άμεση γνώση, που προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις. (λογ.) ~ συλλογισμός, που το συμπέρασμά του βγαίνει από μία μόνο κρίση. || (βιολ.): Άμεση γένεση, δημιουργία δύο τέλειων κυττάρων από διάσπαση ενός. 2. χρονικό διάστημα: Tο άμεσο μέλλον. ~ κίνδυνος. Aπαιτείται άμεση χειρουργική επέμβαση. Οι ενέργειες της αντιπολίτευσης προκάλεσαν την άμεση κυβερνητική αντίδραση. Yπάρχει άμεση ανάγκη για δράση. Άμεση Δράση*. άμεσα ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Πήρε ~ μέρος στα γεγονότα. Δωμάτιο που επικοινωνεί ~ με την αυλή. Ο άνθρωπος γνωρίζει το περιβάλλον ~ με τις αισθήσεις και έμμεσα με το νου. αμέσως* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἄμεσος `χωρίς ενδιάμεσο΄ & σημδ. γαλλ. immédiat, direct]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες