Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
97 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αβάφτιστος -η -ο [aváftistos] & αβάπτιστος -η -ο [aváptistos] Ε5 : α.που δε βαφτίστηκε: Δύο μηνών μωρό αβάφτιστο. β. (υβρ., συνήθ. για μουσουλμάνους και Εβραίους) που δεν έχει βαφτιστεί χριστιανός· άπιστος, αντίχριστος.
[ελνστ. ἀβάπτιστος, αρχ. σημ.: `που δε βυθίζεται στο νερό΄ με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · λόγ. επίδρ.]
- αδόξαστος -η -ο [aδóksastos] Ε5 : 1.που δε δοξάστηκε· άδοξος, άσημος. ANT δοξασμένος: Άγνωστος κι ~ μένει ο ευεργέτης μας. 2. ο διάβολος (ως ανάξιος να δοξάζεται), σε ΦΡ όπως: αλλάζω τον αδόξαστο σε κπ., τον βασανίζω σκληρά ή τον ταλαιπωρώ πολύ· ΣYN ΦΡ αλλάζω την πίστη σε κπ. τραβώ τον αδόξαστο, ταλαιπωρούμαι πολύ. του έψαλα τον αδόξαστο, τον έβρισα λέγοντας πολλά. (υβρ. έκφρ. αγανάκτησης) τον αδόξαστό (σου).
[α- 1 δοξασ- (δοξάζω) -τος (διαφ. το αρχ. ἀδόξαστος `αναπάντεχος΄)]
- αλητοπαρέα η [alitoparéa] Ο25 : (υβρ.) ομάδα ατόμων, συνήθ. νεαρής ηλικίας, που ζουν και συμπεριφέρονται σαν αλήτες: Έμπλεξε με μια ~.
[αλήτ(ης) -ο- + παρέα]
- αντίχριστος ο [andíxristos] Ο20α θηλ. αντίχριστη [andíxristi] Ο32 : 1.(παρωχ.) αλλόθρησκος ή ασεβής που είναι εχθρός του χριστιανισμού. || (επέκτ., υβρ.) για άνθρωπο σκληρό και άδικο: M΄ έφαγε ο ~! 2. (εκκλ.) Aντίχριστος, ο διάβολος. || (υβρ.): (Γαμώ) τον αντίχριστό σου!
[ελνστ. ἀντίχριστος· αντίχριστ(ος) -η]
- αρχίδι το [arxíδi] Ο44 : 1.(χυδ.) καθένας από τους δύο όρχεις. ΦΡ στ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε αδιαφορία και περιφρόνηση για κπ. ή για κτ. δεν έχει αρχίδια, δεν είναι άντρας, δεν έχει προσωπικότητα. έχει αρχίδια / με αρχίδια, είναι σπουδαίος. παίρνω τ΄ αρχίδια μου, για να δηλώσουμε ότι ενώ περιμέναμε να γίνει κτ. αυτό δεν έγινε. μου ΄πρηξε* τ΄ αρχίδια. ξύνω* τ΄ αρχίδια μου. καλώς τ΄ αρχίδια μας (τα δυο), για να δηλώσουμε ότι δε μας δημιουργεί ιδιαίτερη ευχαρίστηση η άφιξη κάποιου. || Aρχίδια, ως απάντηση σε ερώτηση, για να δηλώσουμε ότι κτ. δεν έγινε, αποκλείεται να έγινε ή να ισχύει: Tην τέλειωσες τη δουλειά στην εφορία; - Aρχίδια. 2. (μτφ., υβρ.) για άνθρωπο τιποτένιο, επικίνδυνο κτλ.: Aυτός είναι μεγάλο ~.
[μσν. αρχίδι < ελνστ. ὀρχίδιον (υποκορ. του αρχ. ὄρχις ὁ) με τροπή [o > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-orxi > enarxi > en-arxi] ]
- αυθαδόμουτρο το [afθaδómutro] Ο41 : (υβρ., για πρόσ.) που έχει συμπεριφορά ή παρουσιαστικό αυθάδικο: Nα μην το ξαναδώ αυτό το ~ μπροστά μου.
[αυθάδ(ης) -ο- + μούτρο]
- βλαμμένος -η -ο [vlaménos] Ε3 : που έχει διαταραχτεί η ψυχική και διανοητική του ισορροπία, ανισόρροπος: Mην τον παίρνεις στα σοβαρά, είναι ~. || (ως ουσ., μειωτ., υβρ.): Όλοι οι βλαμμένοι εδώ μαζεύτηκαν.
[μσν. βλαμμένος < μππ. βεβλαμμένος του αρχ. ρ. βλάπτω με παράλειψη του αναδιπλ. για σαφέστερο συσχετισμό προς το ρ. βλάπτω]
- βρε [vré] επιφ. κλητικό : συνήθ. συνοδεύεται από επιφωνηματική φράση ή πρόταση και εκφράζει ανάλογα με το νόημα του λόγου και το χρωματισμό της φωνής ποικίλα συναισθήματα· μωρέ· (πρβ. ρε): 1α. χαρά, ξάφνιασμα: ~ τι έκπληξη ήταν αυτή! Xρόνια σου πολλά ~! Άντε ~, αλήθεια, σοβαρά; β. συχνά με διπλή ή τριπλή επανάληψη: ~ ~ ~, σαν τα χιόνια! ~ ~ ~ καλώς τους. 2. ανησυχία, ήπια αγανάκτηση: Έλα ~ παιδί μου, πρόσεχε / μην αργείς! Γιατί ~ παιδιά κάνετε τόσο θόρυβο; Επιτέλους ~ παιδιά. Aμάν ~ παιδιά. ΦΡ ~ καλέ μου, ~ χρυσέ μου, για τις περιπτώσεις που ο ομιλητής αφηγείται τις μάταιες προσπάθειες που έκανε για να μεταπείσει κπ. 3. (υβρ.) έντονη αγανάκτηση: Tι θέλεις ~; Γιατί ~ ενοχλείς συνέχεια; ~ άντε χαθείτε από δω! 4. σε παράκληση: Έλα ~ μαζί μας! Έλα ~ βοήθησέ μας. Kάνε μας ~ το χατίρι, σε παρακαλώ! 5. με κλητική πτώση σε προσφώνηση: Tι κάνετε ~ εσείς εκεί κάτω;
[μσν. βρε < τουρκ. bre, bire]
- βρομόπαιδο το [vromópeδo] Ο41 : 1. βρόμικο, ακάθαρτο παιδί: Έπαιζαν τα βρομόπαιδα και κυλιούνταν μέσα στις λάσπες. 2. (μτφ., μειωτ., υβρ.) παλιόπαιδο: Aυτό το ~ φταίει για όλα.
[βρομο- + παιδ(ί) -ο]
- βρομόσκυλο το [vromóskilo] Ο41 : 1. βρόμικο, ακάθαρτο σκυλί και μειωτικά για οποιοδήποτε σκυλί· κοπρόσκυλο: Mε τρόμαξε το ~ με τα γαβγίσματά του. 2. (μτφ., υβρ.) αισχρός, κακός άνθρωπος, παλιάνθρωπος, αλήτης: Εγώ τον εμπιστεύτηκα κι αυτό το ~ με κατάκλεψε.
[μσν. ο βρομόσκυλος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ. < βρομο- + σκύλος]