Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλισίμετρο το [klisímetro] Ο42 : τοπογραφικό όργανο για τη μέτρηση των κλίσεων του εδάφους.
[λόγ. κλισι- (δες κλίση) + μέτρον μτφρδ. αγγλ. clinometer < αρχ. κλίνω + μέτρον]