Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
60 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αψού [apsú] : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει το χαρακτηριστικό ήχο που προκαλείται από το φτάρνισμα.
[ηχομιμ.]
- βρεκεκέξ [vrekekéks] & βρεκεκεκέξ [vrekekekéks] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον κοασμό του βατράχου: ~ κουάξ κουάξ, ακούγονταν οι βάτραχοι από το έλος.
[λόγ. βρεκεκεκέξ με απλολ. [keke > ke] · λόγ. < αρχ. βρεκεκεκέξ (ηχομιμ., προφ. [bre-] )]
- γαβ [γáv] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τη φωνή του σκύλου, συνήθ. με επανάληψη, γαβ γαβ. || (ως ουσ.): Aκούστηκε ένα ~ από μακριά.
[αρχ. ή ελνστ. *γαῦ ηχομιμ. (προφ. [gaw], δες Γ, Y) (πρβ. αρχ. βαΰ βαΰ, προφ. [báw báw] `γαβ΄)]
- γκαπ γκουπ [gáp gúp] & γκάπα γκούπα [gápa gúpa] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο δυνατού χτυπήματος, συνήθ. σε ξύλο.
[ηχομιμ.]
- γκάχα γκούχα [gáxa gúxa] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη με την οποία αποδίδεται το βήξιμο.
[ηχομιμ.]
- γκλου γκλου [glú glú] : ηχομιμητική λέξη που μιμείται τον ήχο που κάνει κάποιος, όταν καταπίνει ένα υγρό.
[ηχομιμ.]
- γκλουπ [glúp] : ηχομιμητική λέξη που μιμείται τον ήχο που κάνει κάποιος, όταν καταπίνει στερεά τροφή ή όταν ξεροκαταπίνει.
[ηχομιμ.]
- γκουπ [gúp] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο δυνατού χτυπήματος.
[ηχομιμ.]
- γκουχ γκουχ [gúx gúx] : ηχομιμητική λέξη με την οποία αποδίδεται το βήξιμο.
[ηχομιμ.]
- ηχομιμητικός -ή -ό [ixomimitikós] Ε1 : (γραμμ.) ονοματοποιημένος, ηχοποίητος: Hχομιμητικές λέξεις είναι το γαβ, το ουστ, το νιάου κτλ.
[λόγ. ηχο- + μιμητικός μτφρδ. γερμ. lautnachahmend]