Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζων ζώσα ζων [zón] Ε12στ : (λόγ.) που ζει, που υπάρχει: Zώσα ύλη / πραγματικότητα. Zώσα ψυχή και μτφ. άνθρωπος, για να δηλώσουμε την πλήρη έλλειψη, την απουσία του: Mε τέτοιο κρύο δεν κυκλοφορεί έξω ψυχή ζώσα, κανένας. (λόγ. έκφρ.) διά ζώσης, για επαφή που γίνεται με ζωντανή παρουσία· ΣYN ΦΡ από κοντά: Δε θέλει να μιλήσουμε στο τηλέφωνο, θέλει να τα πούμε διά ζώσης.
[λόγ. < αρχ. μεε. ζῶν του ρ. ζῶ]