Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αγριαχλαδιά η [aγriaxlaδjá] Ο24 : ποικιλία άγριας αχλαδιάς· γκορτσιά.
[αγρι(ο)- + αχλαδιά (πρβ. ελνστ. ἀγριαχράς δες στο αχλαδιά)]
- αχλαδιά η [axlaδjá] Ο24 : οπωροφόρο δέντρο του οποίου καρπός είναι το αχλάδι· απιδιά: Άγρια ~, γκορτσιά.
[αχλάδ(ι) -ιά]
- γκορτσιά η [gortsxá] Ο24 : (λαϊκότρ.) άγρια αχλαδιά.
[βουλγ. gornic(a) ( [gó-] ) -ιά 1 με συγκ. του άτ. [i] πλάι σε [r] και αποβ. του [n] για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]