Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
180 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ίτης 3 : επίθημα αρσενικών ουσιαστικών αντί για τα αντίστοιχα θηλυκά σε -ίτιδα: αμυγδαλίτης, σκωληκοειδίτης, φλεβίτης.
[< -ίτις (δες στο -ίτιδα) μεταπλ. σε αρσ. με βάση την όμοια προφ. της ονομ.]
- -ίτιδα [ítiδa] : επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ουσιαστικά· δηλώνει φλεγμονή ή ασθένεια στην περιοχή που δίνει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. -ίτης 3): (αμυγδαλές) αμυγδαλίτιδα, (κόλπος) κολπίτιδα, (λάρυγγας) λαρυγγίτιδα, (φάρυγγας) φαρυγγίτιδα, (φλέβα) φλεβίτιδα.
[λόγ. -ίτις, μεταπλ. -ίτιδα < αρχ. μετουσ. επίθημα θηλ. ουσιαστικοπ. επιθ. (ενν.: νόσος) -ῖτις, δηλωτικό πάθησης: αρχ. ἀρθρ-ῖτις (< ἄρθρ-ον), πλευρ-ῖτις (< πλευρ-ά) & νλατ. -itis ως δηλωτικό ασθενειών < λατ. -itis < αρχ. -ῖτις: ηπατ-ίτιδα < νλατ. hepatitis (στη νέα σημ.) < αρχ. ἡπατ-ῖτις `του συκωτιού΄, βρογχ-ίτιδα < νλατ. bronchitis (< αρχ. βρόγχ-οι) αμυγδαλ-ίτιδα < γαλλ. amygdalite (< λατ. amygdala < αρχ. ἀμυγδάλ-η `αμύγδαλο΄) & σε μτφρδ. σκωληκοειδ-ίτιδα (δες λ.) < γαλλ. appendicite & σπάν. αντί του νλατ. -ia (στην ίδια λειτουργία) > -ίτις: διφθερ-ίτιδα < νλατ. diphtheria]
- αγκυλοποιητικός -ή -ό [angilopiitikós] Ε1 : (ιατρ.) στον όρο αγκυλοποιητική σπονδυλαρθρίτιδα*.
[λόγ. < διεθ. ankyl(osis) = αγκύλ(ωσις) -ο- + -ποιητικός]
- αδενίτιδα η [aδenítíδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων: Tραχηλική / φυματιώδης ~. || αδενοπάθεια.
[λόγ. < γαλλ. adénite < αρχ. ἀδεν- (ἀδήν δες στο αδένας) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- αιγιαλίτιδα [ejialítiδa] Ε (βλ. Ο28) : μόνο στο νομικό όρο ~ ζώνη*.
[λόγ. < ελνστ. αἰγιαλῖτις, αιτ. -ιδα (ενν. γῆ) `που ανήκει στο γιαλό΄ σημδ. αγγλ. littoral zone ή γαλλ. zone cἄtière]
- άκαπνος 1 -η -ο [ákapnos] Ε5 : I.που δε βγάζει καπνό, όταν καίγεται: Άκαπνη πυρίτιδα. II. (ειρ., μειωτ.) για κπ. που δεν πολέμησε ποτέ και, κατά συνέπεια, που δεν ξέρει τι σημαίνει πόλεμος· απόλεμος.
[λόγ. < αρχ. ἄκαπνος (στη σημ. I)]
- ακτινοδερματίτιδα η [aktinoδermatítiδa] Ο28 : (ιατρ.) δερματοπάθεια που προκαλείται από την επίδραση των ακτίνων X ή άλλων ραδιενεργών ουσιών.
[λόγ. ακτινο- + δερματ(ίτις) -ίτιδα μτφρδ. νλατ. radioderma titis (derma t- = δερματ(ο)-, -ite = -ίτις > -ίτιδα)]
- αλλεργικός -ή -ό [alerjikós] Ε1 θηλ. και αλλεργικιά στη σημ. 2 : 1.που έχει σχέση με την αλλεργία ή που προκαλείται από αλλεργία: Aλλεργική δοκιμασία. Aλλεργικές παθήσεις. Aλλεργική ρινίτιδα. Aλλεργικό εξάνθημα / άσθμα / σοκ. 2. που πάσχει από αλλεργία: Είναι ~ στα φάρμακα / στα αυγά. || (μτφ., οικ.): Είμαι ~ σε κάθε δογματική τοποθέτηση, την απεχθάνομαι. || (ως ουσ.) ο αλλεργικός, θηλ. αλλεργική και (προφ.) αλλεργικιά.
[λόγ. αλλεργ(ία) -ικός μτφρδ. γερμ. allergisch]
- αμυγδαλίτιδα η [amiγδalítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή των αμυγδαλών: Οξεία / πυώδης ~.
[λόγ. < γαλλ. amygdalite < amygdal(e) = αμυγδαλ(ή) -ite = -ίτις > -ίτιδα]
- αμφιβληστροειδίτιδα η [amfivlistroiδítiδa] Ο28 : (ιατρ.) φλεγμονή του αμφιβληστροειδούς χιτώνα.
[λόγ. αμφιβληστροειδ(ής) -ίτις > -ίτιδα]