Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ενταύθα [endáfθa] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) εδώ, σε αυτόν τον τόπο ή σε αυτό το μέρος, στο οποίο βρισκόμαστε (ή βρίσκεται ο ομιλητής)· ως ένδειξη σε επιστολές, έγγραφα κτλ., που αποστέλλονταν σε παραλήπτες που βρίσκονταν στην ίδια πόλη με τον αποστολέα.
[λόγ. < αρχ. ἐνταῦθα `εδώ, εκεί΄]