Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
45 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δις [δís] επίρρ. : (λόγ.) δύο φορές: Kαταδικάστηκε ~ εις θάνατο(ν). απάρχ. ΦΡ το ~ εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού, το να κάνει κάποιος τα ίδια λάθη δείχνει έλλειψη σύνεσης.
[λόγ. < αρχ. δίς]
- δις το [δís] Ο (άκλ.) : (συχνά με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης δισεκατομμύριο.
[σύντμ. του δισ(εκατομμύριο)]
- δισάκι το [δisáki] Ο44 : δύο μεγάλες σακούλες από χοντρό ύφασμα ή από δέρμα, ενωμένες στο επάνω μέρος με μια πλατιά λουρίδα, που τις κρεμούσαν, καθεμιά από διαφορετική πλευρά, στους ώμους ή στο σαμάρι του ζώου.
[μσν. δισάκκι(ν) < ελνστ. δισάκκιον (ορθογρ. απλοπ.)]
- δισανθρακικός -ή -ό [δisanθrakikós] Ε1 : (χημ.) διττανθρακικός.
[λόγ. δις (επίρρ.) + ανθρακικός μτφρδ. γαλλ. bicarbonate]
- δισδιάστατος -η -ο [δizδiástatos] Ε5 : που έχει δύο διαστάσεις δηλ. μήκος και πλάτος: Δισδιάστατη προβολή ενός τρισδιάστατου αντικειμένου.
[λόγ. δις (επίρρ.) + διάστα(σις) -τος μτφρδ. γαλλ. à deux dimensions ή γερμ. zweidimensional]
- δισέγγονο το [δiséŋgono] Ο41 : ο δισέγγονος ή η δισεγγονή κάποιου: Έζησε και είδε εγγόνια και δισέγγονα.
[δις (επίρρ.) + εγγόν(ι) -ο]
- δισέγγονος ο [δiséŋgonos] Ο20 & δισεγγονός ο [δiseŋgonós] Ο17 θηλ. δισεγγονή [δiseŋgoní] Ο29 : ο γιος του εγγονού ή της εγγονής κάποιου, στη σχέση του με τον προπάππο ή με την προγιαγιά.
[ελνστ. δισέγγονος· μετακ. τόνου κατά το εγγονός· δισεγγον(ός) -ή]
- δισεκατομμύριο [δisekatomírio] Ε (βλ. Ο42) αριθμτ. απόλ. : 1α. που δηλώνει ένα σύνολο από ένα δισεκατομμύριο (1.000.000.000) μονάδες: Δύο δισεκατομμύρια δραχμές. Δισεκατομμύρια μόρια. β. (συνήθ. πληθ.) για μεγάλο, άπειρο πλήθος, αριθμό: Δισεκατομμύρια άνθρωποι σ΄ όλο τον κόσμο. Σ΄ το έχω πει δισεκατομμύρια φορές, πάρα πολλές, αμέτρητες, άπειρες. || αντί του τακτικού δισεκατομμυριοστός. 2. (ως ουσ.) το δισεκατομμύριο, ο αριθμός και το σύμβολό του· το δις: Xίλια εκατομμύρια είναι ένα ~.
[λόγ. δις (επίρρ.) + εκατομμύριον, σφαλερή δημιουργία: δις `δύο φορές΄ (δηλ. το 1.000.000 δύο φορές) μτφρδ. γαλλ. billion]
- δισεκατομμυριούχος ο [δisekatomiriúxos] Ο18 θηλ. δισεκατομμυριούχος [δisekatomiriúxos] Ο35 & δισεκατομμυριούχα [δisekatomiriúxa] Ο25α : αυτός που έχει περιουσία δισεκατομμυρίων δραχμών, ο πάμπλουτος.
[λόγ. δισεκατομμύρι(ον) + -ούχος κατά το εκατομμυριούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· δισεκατομμυριούχ(ος) -α]
- δίσεκτος -η -ο [δísektos] Ε5 : για έτος που έχει μία εμβόλιμη ημέρα, την 29η Φεβρουαρίου, και συνολικό αριθμό ημερών 366 αντί 365: Kάθε τέσσερα χρόνια έχουμε δίσεκτο έτος. Kατά τη λαϊκή παράδοση, ο ~ χρόνος φέρνει γρουσουζιά. || για χρονιά ή χρονική περίοδο γεμάτη με συμφορές: Έζησε στα δίσεκτα χρόνια του πολέμου.
[λόγ. < μσν. δίσεκτος < δις (επίρρ.) + έκτος μτφρδ. υστλατ. bisextus `με δύο φορές την έκτη ημέρα΄]