Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: "δυσ-"
1 εγγραφή
δυσ- [δis] & [δiz], πριν από [v, γ, δ, m, n] & δύσ- [δís] ή [δíz], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα κυρίως σε επίθετα, συχνά λόγια ή επιστημονικά και τα παράγωγά τους· (πρβ. δυσκολο-). 1. (κυρίως με ρηματικό επίθετο σε -τος) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δύσκολα μπορεί να δεχτεί την ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT ευ-: δυσδιάγνωστος, δυσεπίλυτος, δύσκαμπτος, δυσκίνητος, δυσπρόφερτος, δύσχρηστος· δυσκαμψία, δυσκινησία. || δύσπιστος· δυσπιστία· δυσπιστώ· (φυσ.) δυσηλεκτραγωγός, δυσθερμαγωγός, κακός αγωγός ηλεκτρισμού, θερμότητας. 2α. προσδίδει στην ουδέτερη σημασία της πρωτότυπης λέξης την ιδιότητα του κακός, άσχημος, δυσάρεστος. ANT ευ-: δύσθυμος, δύσμορφος, δύσοσμος, δύστυχος, δύστροπος· δυσθυμία, δυσοσμία, δυστυχία· δυστροπώ, δυστυχώ. β. (ιατρ.) για διαταραχή, ανωμαλία ή απόκλιση από το κανονικό όσον αφορά τη μορφή ή τη λειτουργία αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (συνήθ. με το επίθημα -ία 1): δυσεντερία, δυσκαταποσία, δυσλεξία, δυσπλασία, δύσπνοια. 3. λειτουργεί ως στερητικό αίροντας τη θετική σημασία της πρωτότυπης λέξης: δυσανάλογος, δυσαρμονικός. ANT ανάλογος, αρμονικός· δυσαναλογία, δυσαρμονία.

[λόγ. < αρχ. δυσ- ως α' συνθ.: αρχ. δυσ-κίνητος, δυσ-εντερία & διεθ. dys- < αρχ. δυσ-: δυσ-μηνόρροια, δυσ-λεξία < γαλλ. dysménorrhée, dyslexie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες