Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπόσταση
1 εγγραφή
υπόσταση η [ipóstasi] Ο33 : 1α.το να υφίσταται, το να υπάρχει κτ.· ύπαρ ξη2: H τουρκοκρατία έθεσε σε κίνδυνο την ~ της φυλής μας. Ο θάνατος εξαφανίζει την υλική ~ του ανθρώπου. Hθική / συναισθηματική / κοινω νική / εθνική ~ του ατόμου. || (θεολ.): Οι τρεις υποστάσεις της θεότητας, Πατήρ, Yιός και Άγιο Πνεύμα. β. Οι σύλλογοι γονέων θα αποκτήσουν τώ ρα νομική ~, νομική οντότητα. 2. η βάση, το δεδομένο επάνω στο οποίο στηρίζεται κτ.: Kατηγορίες / φήμες που έχουν / δεν έχουν ~. Έχουν κάποια ~ αυτές οι πληροφορίες; Aυτές οι φήμες δεν έχουν καμία ~ / στερούνται υποστάσεως.

[λόγ. < ελνστ. ὑπόστα(σις) -ση, αρχ. σημ.: `στήριγμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες