Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τιθασεὐω
1 εγγραφή
τιθασεύω [tiθasévo] -ομαι Ρ5.1 : 1α. (για ζώο) δαμάζω1, εξημερώνω. β. (για πρόσ.) υποβάλλω κπ. σε πειθαρχία: Mε τη σκληρότητα προσπαθεί να τιθασεύσει τους νεαρούς μαθητές του. 2. (μτφ.) συγκρατώ, ελέγχω κάποια κατάσταση που έχει πάρει μια ανεπιθύμητη πορεία· δαμάζω2: Ο πολιτισμένος άνθρωπος τιθασεύει τα ένστικτα με τη λογική. Ο πληθωρισμός πρέπει να τιθασευτεί.

[λόγ. < αρχ. τιθασεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες